αμηχανοποιούμαι

αμηχανοποιούμαι
ἀμηχανοποιοῦμαι (-έομαι) (Α)
επιχειρώ κάτι με αδέξιο τρόπο, τό εκτελώ άσχημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμήχανος + ποιῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμήχανος — η, ο (Α ἀμήχανος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αμηχανία, που δεν ξέρει τί να κάνει αρχ. 1. αυτός που δεν έχει μέσα ή πόρους, ανίσχυρος, αδύνατος 2. ανίκανος, ανεπιτήδειος 3. αυτός που δεν παρέχει πόρους και συνεκδοχικά ανώφελος, άχρηστος 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”